ἀπογεννῶ

ἀπογεννῶ
ἀ̱πογεννῶ , ἀπογεννάω
produce
imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀπογεννάω
produce
pres imperat mp 2nd sg
ἀπογεννάω
produce
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
ἀπογεννάω
produce
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀπογεννάω
produce
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
ἀπογεννάω
produce
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀπογεννάω
produce
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • απογεννώ — (Α ἀπογεννῶ, άω) νεοελλ. 1. αποτελειώνω τον τοκετό, ξεγεννώ 2. παύω να γεννώ αρχ. γεννώ από κάτι, παράγω …   Dictionary of Greek

  • απογεννώ — ησα, ημένος, αμτβ. 1. ξεγεννώ, τελειώνω τον τοκετό: Χαιρόταν που η κόρη της απογέννησε. 2. σταματώ να γεννώ: Οι προβατίνες είχαν πια απογεννήσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -άρι — κατάλ. ουδέτερων ουσ. της Νέας Ελληνικής με πλήθος παραγώγων. Συνδέεται ετυμολογικά με την κατάλ. άριο* < αρχ. υποκορ. κατάλ. άριον ή < μσν. κατάλ. άριον < λατ. κατάλ. arium. Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους απαντά η κατάλ. άριν (<… …   Dictionary of Greek

  • γεννώ — (AM γεννῶ, άω) 1. φέρνω στη ζωή, κάνω παιδιά 2. δημιουργώ, προκαλώ (α. «το γὰρ πολὺ τῆς θλίψεως γεννᾱ παραφροσύνην», Διγ. β. «λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γεννᾷ», Δημόκρ.) μσν. νεοελλ. φρ. «άνθρωπος γεννημένος» κανείς νεοελλ. 1. (για ζώα, πτηνά …   Dictionary of Greek

  • συναπογεννώ — άω, ΜΑ [ἀπογεννῶ] γεννώ μαζί με άλλον ή συγχρόνως («τὴν αἰτίαν συναπογεννῶσαν ἕκαστον μέρος ἑκάστου εἶναι», Πλωτίν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”